- πατροπαράδοτος
- -η, -ο / πατροπαράδοτος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοσηνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο(ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία2. (ιδίως ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα πατροπαράδοταα) το σύνολο των παραδόσεωνβ) το σύνολο τών παλαιών αντιλήψεων, σε αντίθεση με τις σύγχρονες, με τους νεωτερισμούς («μένουμε πιστοί στα πατροπαράδοτα»).επίρρ...πατροπαραδότως ΝΜ και πατροπαράδοτα Νμε τρόπο πατροπαράδοτο, κληρονομικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, θεο-παράδοτος].
Dictionary of Greek. 2013.